φιλετάκι

φιλετάκι
το, Ν [φιλέτο]
1. υποκορ. τ. τού φιλέτο
2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή τού υποδήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλετάκι — το 1. υποκορ. του φιλέτο (βλ. λ.), μικρό φιλέτο. 2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή των υποδημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”